- στιγμόμετρο
- το, Ν1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου2. (γραφ. τεχν.) το στιχόμετρο3. ναυτ. ρολόι ακριβείας, εφοδιασμένο με μηχανισμό χρονογράφου ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να διακοπεί ή να αποκατασταθεί η λειτουργία του, που χρησιμοποιείται κατά τη σκόπευση τού ηλίου για τον προσδιορισμό τού στίγματος και κατά τη βολή τών πυροβόλων τού πλοίου, αλλ. χρονόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.